Αυταρέσκεια στα σλοβενικά
Μετάφραση: αυταρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
upokojeni, smugness
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταρέσκεια
αυταρεσκεια συνώνυμο, αυταρέσκεια τι σημαινει, αυταρέσκεια συνωνυμα, αυταρέσκεια ετυμολογια, αυταρέσκεια λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αυταρέσκεια στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- αυτί στα σλοβενικά - uhelj, uho, ušesa, ear, ušes, ušesu
- αυταπόδεικτος στα σλοβενικά - Aksiomatski
- αυταρχικός στα σλοβενικά - ukazovalna, Bossy
- αυτεξούσιος στα σλοβενικά - prosto, suverén, osvobodit, svobodna volja, svobodne volje, svobodno voljo, svobodni volji, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυταρέσκεια στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: upokojeni, smugness
Μεταφράσεις: upokojeni, smugness