Αυταρέσκεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: αυταρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smugness
Αυταρέσκεια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταρέσκεια

αυταρεσκεια συνώνυμο, αυταρέσκεια τι σημαινει, αυταρέσκεια συνωνυμα, αυταρέσκεια ετυμολογια, αυταρέσκεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αυταρέσκεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτί στα ισλανδικά - eyra, eyrað, í eyra, og eyra, eyru
  • αυταπόδεικτος στα ισλανδικά - axiomatical
  • αυταρχικός στα ισλανδικά - agressívur
  • αυτεξούσιος στα ισλανδικά - gefins, óháður, frjáls, frjáls vilji, frjálsan vilja, frjálsum vilja
Τυχαίες λέξεις
Αυταρέσκεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: smugness