Γενναίος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γενναίος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сменяй, смел, смели, смела, смело, храбър
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναίος
γενναίος ετυμολογία, γενναίος τηλέμαχος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος συνώνυμο, γενναίος αντίθετο, γενναίος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γενναίος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γεννήτρια στα βουλγαρικά - генератор, Генератор на, генератора
- γενναία στα βουλγαρικά - смел, смели, смела, смело, храбър
- γενναιοδωρία στα βουλγαρικά - щедрост, щедростта, великодушие, щедростта на, великодушието
- γενναιόδωρα στα βουλγαρικά - щедро, обилно, великодушно, богато
Τυχαίες λέξεις
Γενναίος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сменяй, смел, смели, смела, смело, храбър
Μεταφράσεις: сменяй, смел, смели, смела, смело, храбър