Γενναίος στα ουγγρικά
Μετάφραση: γενναίος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bátor, bátran, bátrak, a bátor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναίος
γενναίος ετυμολογία, γενναίος τηλέμαχος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος συνώνυμο, γενναίος αντίθετο, γενναίος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γενναίος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- γεννήτρια στα ουγγρικά - generátor, generátort, generátorral, generator
- γενναία στα ουγγρικά - merészen, bátor, bátran, bátrak, a bátor
- γενναιοδωρία στα ουγγρικά - nagylelkűség, nagylelkűsége, a nagylelkűség, nagylelkűségét, nagylelkûség
- γενναιόδωρα στα ουγγρικά - bőkezűen, nagylelkűen, nagyvonalúan, bőségesen, nagylelkű
Τυχαίες λέξεις
Γενναίος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bátor, bátran, bátrak, a bátor
Μεταφράσεις: bátor, bátran, bátrak, a bátor