Γενναίος στα σουηδικά
Μετάφραση: γενναίος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tapper, djärv, modig, morsk, modiga, modigt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναίος
γενναίος ετυμολογία, γενναίος τηλέμαχος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος συνώνυμο, γενναίος αντίθετο, γενναίος λεξικό γλώσσας σουηδικά, γενναίος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- γεννήτρια στα σουηδικά - generator, generatorn, generera, generera för
- γενναία στα σουηδικά - modiga, modig, modigt, tapper
- γενναιοδωρία στα σουηδικά - generositet, generositeten, generösa, givmildhet, frikostighet
- γενναιόδωρα στα σουηδικά - generöst, generously, generöst till, rikligt, generösa
Τυχαίες λέξεις
Γενναίος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tapper, djärv, modig, morsk, modiga, modigt
Μεταφράσεις: tapper, djärv, modig, morsk, modiga, modigt