Γενναίος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γενναίος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
honesto, realce, animoso, corajoso, bravo, arrojado, valente, valoroso, afoito, gordo, corajosa, corajosos
Γενναίος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενναίος

γενναίος ετυμολογία, γενναίος τηλέμαχος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος συνώνυμο, γενναίος αντίθετο, γενναίος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γενναίος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γεννήτρια στα πορτογαλικά - gerador, gerador de, do gerador, do gerador de, geradores
  • γενναία στα πορτογαλικά - bravo, corajoso, valente, corajosa, corajosos
  • γενναιοδωρία στα πορτογαλικά - generosidade, a generosidade, generosity, da generosidade
  • γενναιόδωρα στα πορτογαλικά - generosamente, generosa, generosidade, com generosidade, generoso
Τυχαίες λέξεις
Γενναίος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: honesto, realce, animoso, corajoso, bravo, arrojado, valente, valoroso, afoito, gordo, corajosa, corajosos