Γενναίος στα λιθουανικά
Μετάφραση: γενναίος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaunus, drąsus, drąsūs, drąsi, drąsiai, drąsos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναίος
γενναίος ετυμολογία, γενναίος τηλέμαχος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος συνώνυμο, γενναίος αντίθετο, γενναίος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γενναίος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- γεννήτρια στα λιθουανικά - autorius, generatorius, generatoriaus, generatorių
- γενναία στα λιθουανικά - drąsus, drąsūs, drąsi, drąsiai, drąsos
- γενναιοδωρία στα λιθουανικά - dosnumas, dosnumą, dosnumo, kilnumas, didžiadvasiškumas
- γενναιόδωρα στα λιθουανικά - dosniai, turtinga, gausiai, didžiadvasiškai, kilniaširdiškai
Τυχαίες λέξεις
Γενναίος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šaunus, drąsus, drąsūs, drąsi, drąsiai, drąsos
Μεταφράσεις: šaunus, drąsus, drąsūs, drąsi, drąsiai, drąsos