Γενναίος στα ισλανδικά
Μετάφραση: γενναίος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
djarfur, hraustur, hugaður, hugrakkur, vaskur, kjarkmikill, hugrakkir, stríðsmaður
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναίος
γενναίος ετυμολογία, γενναίος τηλέμαχος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος συνώνυμο, γενναίος αντίθετο, γενναίος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γενναίος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- γεννήτρια στα ισλανδικά - rafall, Generator
- γενναία στα ισλανδικά - hugrakkir, hugrakkur, hraustur, stríðsmaður, hugaður
- γενναιοδωρία στα ισλανδικά - rausn, örlæti, gjafmildi, velferðarforsjár, að örlæti
- γενναιόδωρα στα ισλανδικά - ríkulega, örlátur, örlátlega, örlæti, af örlæti
Τυχαίες λέξεις
Γενναίος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: djarfur, hraustur, hugaður, hugrakkur, vaskur, kjarkmikill, hugrakkir, stríðsmaður
Μεταφράσεις: djarfur, hraustur, hugaður, hugrakkur, vaskur, kjarkmikill, hugrakkir, stríðsmaður