Δελεαστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δελεαστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съблазнителен, примамливо, съблазнителна, примамливи, привлекателен
Δελεαστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δελεαστικός

δελεαστικός συνώνυμα, δελεαστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δελεαστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δεκτός στα βουλγαρικά - общоприет, одобрен, Приемат, Приемат се, Приемани
  • δελεάζω στα βουλγαρικά - примамка, умилкване, Бларни, Blarney, лаская, ласкателство
  • δελτίο στα βουλγαρικά - бюлетин, Бюлетина, Bulletin, бюлетин на
  • δελφίνι στα βουλγαρικά - делфин, делфините, Dolphin, на делфините, Долфин
Τυχαίες λέξεις
Δελεαστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съблазнителен, примамливо, съблазнителна, примамливи, привлекателен