Δελεαστικός στα ιταλικά

Μετάφραση: δελεαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assassino, allettante, seducente, affascinante, fascino, attraente
Δελεαστικός στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δελεαστικός

δελεαστικός συνώνυμα, δελεαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, δελεαστικός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δεκτός στα ιταλικά - accettabile, ammissibile, accettato, accettata, Accetta, Accettate, Accepted
  • δελεάζω στα ιταλικά - attrarre, istigare, allettare, richiamo, esca, allettamento, tentare, ...
  • δελτίο στα ιταλικά - classe, bollettino, figura, veste, sorta, forma, foggiare, ...
  • δελφίνι στα ιταλικά - delfino, delfini, dolphin, dei delfini, del delfino
Τυχαίες λέξεις
Δελεαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: assassino, allettante, seducente, affascinante, fascino, attraente