Δελεαστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δελεαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sedutor, fascínio, de fascínio, sedutora, fascinando
Δελεαστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δελεαστικός

δελεαστικός συνώνυμα, δελεαστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δελεαστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεκτός στα πορτογαλικά - aceitável, aceito, aceita, aceite, Aceitos, Aceites
  • δελεάζω στα πορτογαλικά - entusiástico, tentar, engodar, provisório, aliciar, seduzir, atrair, ...
  • δελτίο στα πορτογαλικά - forma, formar, jaez, modelar, forquilha, feitio, formulário, ...
  • δελφίνι στα πορτογαλικά - golfinho, Dolphin, golfinhos, do golfinho, de golfinhos
Τυχαίες λέξεις
Δελεαστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sedutor, fascínio, de fascínio, sedutora, fascinando