Δελεαστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: δελεαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спокусливий, привабливий, найпривабливіший, привабливого, привабливіший
Δελεαστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δελεαστικός

δελεαστικός συνώνυμα, δελεαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δελεαστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δεκτός στα ουκρανικά - прийнятний, бажаний, жаданий, приємний, прийнятий, ухвалений, прийнятого
  • δελεάζω στα ουκρανικά - вмовляти, спокусити, спокушати, переманювати, ціле, ледар, умовляти, ...
  • δελτίο στα ουκρανικά - бюлетень, форма, вислів, сформувати, стати, вираження, бюллетень, ...
  • δελφίνι στα ουκρανικά - двозначний, дельфін, Дельфин
Τυχαίες λέξεις
Δελεαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спокусливий, привабливий, найпривабливіший, привабливого, привабливіший