Διαιτητεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαιτητεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предавам на арбитраж, арбитър при, бъде арбитър, бъде арбитър при, арбитрира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτητεύω
διαιτητεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαιτητεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαιτησία στα βουλγαρικά - арбитраж, арбитражния, арбитражен, арбитражна, Арбитражният
- διαιτητής στα βουλγαρικά - съдия, рефер, съдията, съдия по, арбитър
- διαιτολόγιο στα βουλγαρικά - диета, диетата, хранене, хранителен режим
- διακανονισμός στα βουλγαρικά - организация, селище, заселване, уреждане, сетълмент, сетълмента
Τυχαίες λέξεις
Διαιτητεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: предавам на арбитраж, арбитър при, бъде арбитър, бъде арбитър при, арбитрира
Μεταφράσεις: предавам на арбитраж, арбитър при, бъде арбитър, бъде арбитър при, арбитрира