Διαιτητεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαιτητεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spręsti, spręstų, arbitru, arbitro, arbitracijos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαιτητεύω
διαιτητεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαιτητεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαιτησία στα λιθουανικά - arbitražas, arbitražo, Arbitrų, arbitražą, arbitražinė
- διαιτητής στα λιθουανικά - teisėjas, teisėjas be, arbitras
- διαιτολόγιο στα λιθουανικά - dieta, mityba, dietos, mitybos, mitybą
- διακανονισμός στα λιθουανικά - organizavimas, atsiskaitymas, gyvenvietė, atsiskaitymų, atsiskaitymo, sprendimo
Τυχαίες λέξεις
Διαιτητεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: spręsti, spręstų, arbitru, arbitro, arbitracijos
Μεταφράσεις: spręsti, spręstų, arbitru, arbitro, arbitracijos