Διαιτητεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαιτητεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslechten, bemiddelen, arbitreren, arbitrage, te bemiddelen
Διαιτητεύω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαιτητεύω

διαιτητεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαιτητεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαιτησία στα ολλανδικά - arbitrage, arbitrageprocedure, scheidsrechterlijke, arbitrale
  • διαιτητής στα ολλανδικά - scheidsrechter, arbiter, referent
  • διαιτολόγιο στα ολλανδικά - dieet, voeding, voedsel
  • διακανονισμός στα ολλανδικά - maatregel, zetting, organisatie, schikking, akkoord, regeling, inrichting, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαιτητεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beslechten, bemiddelen, arbitreren, arbitrage, te bemiddelen