Διαιτητεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: διαιτητεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hakemlik etmek, hakemlik, arabuluculuk, arbitrate, tahkim
Διαιτητεύω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαιτητεύω

διαιτητεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαιτητεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διαιτησία στα τούρκικα - tahkim, hakemlik, hakem, arbitrasyon
  • διαιτητής στα τούρκικα - hakem, eleştirmen, hakem yardımcısından, olan hakem, hakemi, hakemin
  • διαιτολόγιο στα τούρκικα - rejim, perhiz, diyet, beslenme, diyeti, bir diyet, diet
  • διακανονισμός στα τούρκικα - anlaşma, düzenleme, yerleşme, yerleşim, uzlaştırma, bir yerleşim, yerleşim yeri
Τυχαίες λέξεις
Διαιτητεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hakemlik etmek, hakemlik, arabuluculuk, arbitrate, tahkim