Διαιτητεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαιτητεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arbitrar, arbitragem, arbitrate, advogado arbitrate, arbitrará
Διαιτητεύω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαιτητεύω

διαιτητεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαιτητεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαιτησία στα πορτογαλικά - arbitragem, de arbitragem, arbitral, a arbitragem
  • διαιτητής στα πορτογαλικά - árbitro, juiz, referee, juiz da, juiz da partida
  • διαιτολόγιο στα πορτογαλικά - morrer, dieta, dado, alimentação, dieta de, de dieta, a dieta
  • διακανονισμός στα πορτογαλικά - arranjo, disposição, ajuste, liquidação, de liquidação, assentamento, estabelecimento, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαιτητεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arbitrar, arbitragem, arbitrate, advogado arbitrate, arbitrará