Διακριτικό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διακριτικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακριτικό
διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διακριτικό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διακοσμώ στα βουλγαρικά - украсата, лотура, пайета, дребна лъскава частичка, дребен лъскав предмет, обсипвам с лъскави предмети
- διακρίσεις στα βουλγαρικά - дискриминация, дискриминацията, на дискриминация, с дискриминацията
- διακριτικός στα βουλγαρικά - отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
- διακριτικότητα στα βουλγαρικά - дискретност, преценка, усмотрение, право на преценка, свобода на преценка
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително
Μεταφράσεις: отличителен, отличителния, отличителна, отличителни, отличително