Διακριτικό στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διακριτικό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карактеристична, карактеристичен, карактеристични, специфичен, препознатлив
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακριτικό
διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διακριτικό στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διακοσμώ στα σλαβομακεδονικά - spangle
- διακρίσεις στα σλαβομακεδονικά - дискриминација, дискриминацијата, на дискриминација, на дискриминацијата
- διακριτικός στα σλαβομακεδονικά - карактеристична, карактеристичен, карактеристични, специфичен, препознатлив
- διακριτικότητα στα σλαβομακεδονικά - дискреција, дискреционо, дискрецијата, дискреционо право, наоѓање
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: карактеристична, карактеристичен, карактеристични, специфичен, препознатлив
Μεταφράσεις: карактеристична, карактеристичен, карактеристични, специфичен, препознатлив