Διακριτικό στα δανικά

Μετάφραση: διακριτικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
karakteristisk, fornødent, særpræg, karakteristiske, fornødne
Διακριτικό στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακριτικό

διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό λεξικό γλώσσας δανικά, διακριτικό στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διακοσμώ στα δανικά - smykke, paillet
  • διακρίσεις στα δανικά - diskrimination, forskelsbehandling, diskriminering, af forskelsbehandling
  • διακριτικός στα δανικά - karakteristisk, fornødent, særpræg, karakteristiske, fornødne
  • διακριτικότητα στα δανικά - diskretion, skøn, skønsbeføjelse, skoen
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: karakteristisk, fornødent, særpræg, karakteristiske, fornødne