Διακριτικό στα ισλανδικά

Μετάφραση: διακριτικό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áberandi, sérstaka, sérstök, sérstöku, sérkenni
Διακριτικό στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακριτικό

διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διακριτικό στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακοσμώ στα ισλανδικά - Spangle
  • διακρίσεις στα ισλανδικά - mismunun, jafnræði, við mismunun, um jafnræði, konar mismunun
  • διακριτικός στα ισλανδικά - áberandi, sérstaka, sérstök, sérstöku, sérkenni
  • διακριτικότητα στα ισλανδικά - nærgætni, hyggindi, að eigin ákvörðun, eigin ákvörðun, geðþótta
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áberandi, sérstaka, sérstök, sérstöku, sérkenni