Διακριτικό στα τσεχικά
Μετάφραση: διακριτικό, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odznak, rozlišovací, výrazný, rozlišovací způsobilost, výrazné, výrazná
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακριτικό
διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό λεξικό γλώσσας τσεχικά, διακριτικό στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- διακοσμώ στα τσεχικά - vyznamenat, malovat, ozdobit, vyzdobit, okrášlit, krášlit, dekorovat, ...
- διακρίσεις στα τσεχικά - diskriminace, rozlišování, diskriminaci, diskriminací, k diskriminaci, diskriminace na
- διακριτικός στα τσεχικά - opatrný, rozvážný, obezřelý, diskrétní, nevtíravý, nespojitý, nenápadný, ...
- διακριτικότητα στα τσεχικά - obezřetnost, taktnost, opatrnost, mlčenlivost, uvážení, diskrétnost, prozíravost, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικό στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: odznak, rozlišovací, výrazný, rozlišovací způsobilost, výrazné, výrazná
Μεταφράσεις: odznak, rozlišovací, výrazný, rozlišovací způsobilost, výrazné, výrazná