Διακριτικό στα τούρκικα

Μετάφραση: διακριτικό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belirgin, ayırt edici, ayırıcı, özel, kendine özgü
Διακριτικό στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακριτικό

διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό λεξικό γλώσσας τούρκικα, διακριτικό στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διακοσμώ στα τούρκικα - süslemek, pul, Spangle, payet, pullarla süslemek, pullamak
  • διακρίσεις στα τούρκικα - ayırt etme, ayrımcılık, ayrımcılığı, ayrımcılığın, ayrım
  • διακριτικός στα τούρκικα - belirgin, ayırt edici, ayırıcı, özel, kendine özgü
  • διακριτικότητα στα τούρκικα - takdir, takdirine, takdirine bağlı, takdir yetkisi, takdiri
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: belirgin, ayırt edici, ayırıcı, özel, kendine özgü