Διακριτικό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διακριτικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
distintivo, distinto, característico, distintiva, distinta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακριτικό
διακριτικό δάσους, διακριτικό φλερτ, διακριτικό μακιγιάζ ματιών, διακριτικό σήμα, διακριτικό γνώρισμα, διακριτικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακριτικό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διακοσμώ στα πορτογαλικά - adornar, enfeitar, ornamentar, decore, condecorar, ornar, decorar, ...
- διακρίσεις στα πορτογαλικά - discriminação, discreto, a discriminação, discriminações, de discriminação, uma discriminação
- διακριτικός στα πορτογαλικά - desacreditar, discreto, desprestigiar, distintivo, distinto, característico, distintiva, ...
- διακριτικότητα στα πορτογαλικά - discrição, critério, poder discricionário, poder de apreciação, discricionariedade
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: distintivo, distinto, característico, distintiva, distinta
Μεταφράσεις: distintivo, distinto, característico, distintiva, distinta