Ενσταλάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира
Ενσταλάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενσταλάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα βουλγαρικά - олицетворяха, въплътен, Въплътилия, Въплътилия се, въплътил, въплътеният
  • ενσπείρω στα βουλγαρικά - внедрявам, внуши, се внуши, заложи, вдъхне
  • ενστικτωδώς στα βουλγαρικά - инстинктивно, инстинктивно се, инстинкт, неволно
  • ενστικτώδης στα βουλγαρικά - инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кисна, преливане на, се влеят, инфузира, се инфузира