Ενσταλάζω στα ρουμανικά

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze
Ενσταλάζω στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ενσταλάζω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα ρουμανικά - întrupat, întrupată, încarnat, intrupat, incarnat
  • ενσπείρω στα ρουμανικά - scroafă, insufla, insufle, inspira, le insufla, a insufla
  • ενστικτωδώς στα ρουμανικά - instinctiv, mod instinctiv, instinct, din instinct
  • ενστικτώδης στα ρουμανικά - instinctiv, instinctivă, instinctiva, instinctive, instinct
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: infuza, infuzeze, insufla, infuzat, se infuzeze