Ενσταλάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infondere, infusione, in infusione, infonda, di infondere
Ενσταλάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενσταλάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα ιταλικά - incarnato, incarnata, incarna, incarnazione, incarnati
  • ενσπείρω στα ιταλικά - seminare, scrofa, troia, instillare, infondere, inculcare, suscitare, ...
  • ενστικτωδώς στα ιταλικά - istintivamente, istinto, d'istinto, per istinto
  • ενστικτώδης στα ιταλικά - istintivo, istintiva, istintivi, istintive, istinto
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: infondere, infusione, in infusione, infonda, di infondere