Ενσταλάζω στα τούρκικα

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
demlemek, aşılamak, demlenmeye, demlemeye, infuse
Ενσταλάζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενσταλάζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα τούρκικα - cisimlendirmek, cisimlenmiş, incarnate, enkarnasyonuyuz, enkarne
  • ενσπείρω στα τούρκικα - aşılamak, telkin, salmak, aşılamaya, sokmak
  • ενστικτωδώς στα τούρκικα - içgüdüsel, içgüdüsel olarak, içgüdüsel bir
  • ενστικτώδης στα τούρκικα - içgüdüsel, içgüdüsel bir, içgüdüsel olarak, iç güdüsel
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: demlemek, aşılamak, demlenmeye, demlemeye, infuse