Ενσταλάζω στα κροατικά

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ubrizgati, uliti, sipati, ulijeva, ulijevaju
Ενσταλάζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, ενσταλάζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα κροατικά - oličiti, otjelovljen, utjelovljeni, utjelovio, utjelovljena
  • ενσπείρω στα κροατικά - posuti, krmača, posijati, poškropiti, sijati, ulijevati, usaditi, ...
  • ενστικτωδώς στα κροατικά - nagonski, instinktivno, je instinktivno, instiktivno, instinctively
  • ενστικτώδης στα κροατικά - instinktivan, nagonski, instinktivno, instinktivna, instinktivni
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ubrizgati, uliti, sipati, ulijeva, ulijevaju