Ενσταλάζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valaa, hautua, infuse, infusoi, infusoida
Ενσταλάζω στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ενσταλάζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα φινλανδικά - hahmottaa, ilmentää, ruumiillistunut, lihaksi, lihaksi tullut, inkarnoituneena, inkarnoituvat
  • ενσπείρω στα φινλανδικά - emakko, siementää, emäsika, kylvää, juurruttaa, herättää, kehittää, ...
  • ενστικτωδώς στα φινλανδικά - vaistomaisesti, vaistonvaraisesti
  • ενστικτώδης στα φινλανδικά - vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: valaa, hautua, infuse, infusoi, infusoida