Ενσταλάζω στα γερμανικά

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ziehen, einflößen, Infusion, infundieren, ziehen lassen
Ενσταλάζω στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενσταλάζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα γερμανικά - verkörpern, leibhaftig, Fleisch geworden, fleischgewordene, fleischgewordenen
  • ενσπείρω στα γερμανικά - einsäen, aussäen, sau, einflößen, vermitteln, wecken, einzuflößen, ...
  • ενστικτωδώς στα γερμανικά - instinktive, instinktiv, unwillkürlich, Instinkt, sich instinktiv
  • ενστικτώδης στα γερμανικά - instinktiv, instinktmäßig, instinktive, instinktiven, instinktives, Instinkt
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ziehen, einflößen, Infusion, infundieren, ziehen lassen