Ενσταλάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενσταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, підбурювачі, зазіхання, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, наполягатимемо
Ενσταλάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενσταλάζω

ενσταλάζω λεξικο, ενσταλάζω συνώνυμο, ενσταλάζω συνωνυμα, ενσταλάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενσταλάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενσαρκώνω στα ουκρανικά - зображати, втільте, уособлювати, об'єднувати, втілений, втілена, втілено, ...
  • ενσπείρω στα ουκρανικά - поширювати, засівати, насаджувати, вселяти, навіювати, викликати
  • ενστικτωδώς στα ουκρανικά - інстинктивний, інстинктивно
  • ενστικτώδης στα ουκρανικά - інстинкт, інстинктивний, інстинктивні
Τυχαίες λέξεις
Ενσταλάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: порушення, підбурювачі, зазіхання, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, наполягатимемо