Εντείνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εντείνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
активизира, засили, усили, засилят, се засили
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντείνω
επεκτείνω στα αγγλικα, επεκτείνω αγγλικα, εντείνω βικιλεξικο, εντείνω συνώνυμο, εντείνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εντείνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εντατικοποίηση στα βουλγαρικά - интензификация, засилване, интензификацията, интензифициране, задълбочаване
- εντατικός στα βουλγαρικά - интензивен, интензивно, интензивна, интензивното, интензивни
- εντελώς στα βουλγαρικά - напълно, изцяло, съвсем, пълно, напълно да
- εντοιχισμένος στα βουλγαρικά - вграждане, Монтиране наравно с повърхността, идеално вградени, за вграждане, и идеално вградени
Τυχαίες λέξεις
Εντείνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: активизира, засили, усили, засилят, се засили
Μεταφράσεις: активизира, засили, усили, засилят, се засили