Εντείνω στα τούρκικα

Μετάφραση: εντείνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yükseltmek, yoğunlaştırmak, yoğunlaştırmaya, yoğunlaştırılması, yoğunlaştırma, pekiştirmek
Εντείνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντείνω

επεκτείνω στα αγγλικα, επεκτείνω αγγλικα, εντείνω βικιλεξικο, εντείνω συνώνυμο, εντείνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, εντείνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εντατικοποίηση στα τούρκικα - yoğunlaştırma, yoğunlaşması, yoğunlaştırılması, yoğunlaşma
  • εντατικός στα τούρκικα - sivri, keskin, canlı, kuvvetli, yoğun, yoğun bir, yo¤un
  • εντελώς στα τούρκικα - yalnız, büsbütün, bütün, tamamen, tam, tümüyle, tam olarak, ...
  • εντοιχισμένος στα τούρκικα - -
Τυχαίες λέξεις
Εντείνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yükseltmek, yoğunlaştırmak, yoğunlaştırmaya, yoğunlaştırılması, yoğunlaştırma, pekiştirmek