Εντείνω στα δανικά

Μετάφραση: εντείνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
intensivere, styrke, at intensivere, øge, forstærke
Εντείνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντείνω

επεκτείνω στα αγγλικα, επεκτείνω αγγλικα, εντείνω βικιλεξικο, εντείνω συνώνυμο, εντείνω λεξικό γλώσσας δανικά, εντείνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εντατικοποίηση στα δανικά - intensivering, intensiveringen, en intensivering, styrkelse, intensivere
  • εντατικός στα δανικά - intensiv, intensive, intensivt, en intensiv, intens
  • εντελώς στα δανικά - all, meget, ganske, særlig, helt, fuldstændigt, fuldstændig, ...
  • εντοιχισμένος στα δανικά - indbygning, Indbygget, planforsænket, planforsænkede, Det flushmonterede
Τυχαίες λέξεις
Εντείνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: intensivere, styrke, at intensivere, øge, forstærke