Εντείνω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εντείνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актывізаваць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντείνω
επεκτείνω στα αγγλικα, επεκτείνω αγγλικα, εντείνω βικιλεξικο, εντείνω συνώνυμο, εντείνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εντείνω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εντατικοποίηση στα λευκορωσικά - інтэнсіфікацыя, інтэнсыфікацыя
- εντατικός στα λευκορωσικά - інтэнсіўны
- εντελώς στα λευκορωσικά - усё, досьщь, цалкам, поўнасцю
- εντοιχισμένος στα λευκορωσικά - заглыблены, заглыбленых, заглыбленай, заглыбленыя, заглыбленне
Τυχαίες λέξεις
Εντείνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: актывізаваць
Μεταφράσεις: актывізаваць