Εξάπτω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εξάπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπτω
εξάπτω συνόνυμα, εξάπτω την περιέργεια, εξάπτω τη φαντασία, εξάπτω αόριστος, εξάπτω κλιση, εξάπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξάπτω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εξάνθημα στα βουλγαρικά - обрив, обриви, обрива
- εξάπλωση στα βουλγαρικά - разпространяване, разстилане, разпространение, разпространение на, разпространява
- εξάρθρωση στα βουλγαρικά - изкълчване, дезорганизация, дислокация, объркване, разместване
- εξάρτημα στα βουλγαρικά - компонент, елемент, за компонент, компонента
Τυχαίες λέξεις
Εξάπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват
Μεταφράσεις: възбуждам, вълнувам, възбуди, вълнува, вълнуват