Εξάπτω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εξάπτω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sužadinti, sujaudinti, jaudinti, žadinti, aistrinti
Εξάπτω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπτω

εξάπτω συνόνυμα, εξάπτω την περιέργεια, εξάπτω τη φαντασία, εξάπτω αόριστος, εξάπτω κλιση, εξάπτω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξάπτω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εξάνθημα στα λιθουανικά - išbėrimas, bėrimas, išbėrimą
  • εξάπλωση στα λιθουανικά - paskleidimas, plitimas, išplitimas, plitimo, plinta
  • εξάρθρωση στα λιθουανικά - dislokacija, išnirimas, sutrinka, sutrikdyta, slankstelių dislokacija
  • εξάρτημα στα λιθουανικά - dalis, elementas, komponentas, sudedamoji dalis, sudedamoji, komponento, komponentų
Τυχαίες λέξεις
Εξάπτω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sužadinti, sujaudinti, jaudinti, žadinti, aistrinti