Εξάπτω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εξάπτω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзбуджаць, узбуджаць, распачынаць, заводзіць, пачынаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπτω
εξάπτω συνόνυμα, εξάπτω την περιέργεια, εξάπτω τη φαντασία, εξάπτω αόριστος, εξάπτω κλιση, εξάπτω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξάπτω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εξάνθημα στα λευκορωσικά - сып, сыпь, высыпка
- εξάπλωση στα λευκορωσικά - распаўсюджванне, распаўсюд, распаўсюджанне, распаўсюджаньне
- εξάρθρωση στα λευκορωσικά - вывіх
- εξάρτημα στα λευκορωσικά - кампанент, складнік, кампанентаў, кампанэнтаў
Τυχαίες λέξεις
Εξάπτω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўзбуджаць, узбуджаць, распачынаць, заводзіць, пачынаць
Μεταφράσεις: ўзбуджаць, узбуджаць, распачынаць, заводзіць, пачынаць