Εξάπτω στα ισλανδικά

Μετάφραση: εξάπτω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
espa, Excite, að espa, örva, að örva
Εξάπτω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπτω

εξάπτω συνόνυμα, εξάπτω την περιέργεια, εξάπτω τη φαντασία, εξάπτω αόριστος, εξάπτω κλιση, εξάπτω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξάπτω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξάνθημα στα ισλανδικά - bráður, útbrot, útbrotum, útbrot með, útbrot á
  • εξάπλωση στα ισλανδικά - breiða, breiða út, að breiða út, að dreifa, að breiða
  • εξάρθρωση στα ισλανδικά - liðhlaup
  • εξάρτημα στα ισλανδικά - hluti, þáttur, þátturinn, efnisþátturinn, efnisþáttur
Τυχαίες λέξεις
Εξάπτω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: espa, Excite, að espa, örva, að örva