Εξάπτω στα δανικά
Μετάφραση: εξάπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tænde, ophidse, vække, excitere, begejstre, excite
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπτω
εξάπτω συνόνυμα, εξάπτω την περιέργεια, εξάπτω τη φαντασία, εξάπτω αόριστος, εξάπτω κλιση, εξάπτω λεξικό γλώσσας δανικά, εξάπτω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξάνθημα στα δανικά - udslæt, hududslæt, udslættet, udslet
- εξάπλωση στα δανικά - sprede, spredning, at sprede, spredning af, spreder
- εξάρθρωση στα δανικά - dislokation, forstyrrelser, forvridning, forskydning, uro
- εξάρτημα στα δανικά - del, komponent, bestanddel, element, komponenten
Τυχαίες λέξεις
Εξάπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tænde, ophidse, vække, excitere, begejstre, excite
Μεταφράσεις: tænde, ophidse, vække, excitere, begejstre, excite