Εξάπτω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξάπτω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espécie, acender, amável, género, excitar, excita, excitam, excite, excitá
Εξάπτω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπτω

εξάπτω συνόνυμα, εξάπτω την περιέργεια, εξάπτω τη φαντασία, εξάπτω αόριστος, εξάπτω κλιση, εξάπτω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξάπτω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξάνθημα στα πορτογαλικά - erupção cutânea, erupção, rash, exantema, erupções
  • εξάπλωση στα πορτογαλικά - expansão, abrir, expandir, espalhando, espalhamento, espalhar, propagação, ...
  • εξάρθρωση στα πορτογαλικά - luxação, deslocamento, deslocação, deslocamentos, o deslocamento
  • εξάρτημα στα πορτογαλικά - rudimento, elemento, parcela, meio, quinhão, parte, componente, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξάπτω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: espécie, acender, amável, género, excitar, excita, excitam, excite, excitá