Επίσπευση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επίσπευση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ускорение, ускоряване, ускорението, ускоряването
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίσπευση
επίσπευση πλειστηριασμού, επίσπευση περιόδου, επίσπευση δίκης, επίσπευση σύνταξης, επίσπευση εφάπαξ, επίσπευση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επίσπευση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επίσκεψη στα βουλγαρικά - посещение, посещението, визита, на посещението, визитата
- επίσκοπος στα βουλγαρικά - епископ, владика, Bishop, епископа, офицер
- επίταξη στα βουλγαρικά - секвестиране, отчуждаване, конфискуване, реквизиция, заявка, искане, реквизиране, ...
- επίτευγμα στα βουλγαρικά - постигане, достигане, постижение, постижения, постигането
Τυχαίες λέξεις
Επίσπευση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ускорение, ускоряване, ускорението, ускоряването
Μεταφράσεις: ускорение, ускоряване, ускорението, ускоряването