Επίσπευση στα δανικά

Μετάφραση: επίσπευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
acceleration, fremskyndelse, accelerationen, fremskynde
Επίσπευση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίσπευση

επίσπευση πλειστηριασμού, επίσπευση περιόδου, επίσπευση δίκης, επίσπευση σύνταξης, επίσπευση εφάπαξ, επίσπευση λεξικό γλώσσας δανικά, επίσπευση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επίσκεψη στα δανικά - besøge, besøg, visit, besøget, inlogget
  • επίσκοπος στα δανικά - biskop, Bishop, biskoppen, biskoppens
  • επίταξη στα δανικά - rekvisition, rekvisitionen, rekvirering, beslaglæggelse, rekvisitionsnummer
  • επίτευγμα στα δανικά - forfølgelse, jagt, virkeliggørelsen, nå, opfyldelsen, opnåelse, opnåelsen
Τυχαίες λέξεις
Επίσπευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: acceleration, fremskyndelse, accelerationen, fremskynde