Επίσπευση στα ουκρανικά

Μετάφραση: επίσπευση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пришвидшення, прискорення
Επίσπευση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίσπευση

επίσπευση πλειστηριασμού, επίσπευση περιόδου, επίσπευση δίκης, επίσπευση σύνταξης, επίσπευση εφάπαξ, επίσπευση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επίσπευση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επίσκεψη στα ουκρανικά - перелітний, бачення, візит
  • επίσκοπος στα ουκρανικά - єпископ, єпископа
  • επίταξη στα ουκρανικά - реквізиція, реквізиції
  • επίτευγμα στα ουκρανικά - переслідування, досягнення
Τυχαίες λέξεις
Επίσπευση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: пришвидшення, прискорення