Επίσπευση στα φινλανδικά
Μετάφραση: επίσπευση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiihdytys, kiihtyvyys, kiihtyvyyden, kiihdytyksen, kiihtyvyyttä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίσπευση
επίσπευση πλειστηριασμού, επίσπευση περιόδου, επίσπευση δίκης, επίσπευση σύνταξης, επίσπευση εφάπαξ, επίσπευση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, επίσπευση στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- επίσκεψη στα φινλανδικά - puhella, koettelemus, rupatella, iskeä, vierailu, käynti, vaivata, ...
- επίσκοπος στα φινλανδικά - piispa, piispan, piispana, piispalle, bishop
- επίταξη στα φινλανδικά - takavarikointi, pakkoluovutuskäsky, requisition, pakkoluovutuksesta, pakkoluovutusta, pakkoluovutus
- επίτευγμα στα φινλανδικά - tavoittelu, jahti, ajanviete, ajojahti, toiminta, pyrintö, saavuttamisen, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίσπευση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kiihdytys, kiihtyvyys, kiihtyvyyden, kiihdytyksen, kiihtyvyyttä
Μεταφράσεις: kiihdytys, kiihtyvyys, kiihtyvyyden, kiihdytyksen, kiihtyvyyttä