Επίσπευση στα ουγγρικά
Μετάφραση: επίσπευση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyorsulás, gyorsítás, gyorsítási, gyorsulást, gyorsulási
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίσπευση
επίσπευση πλειστηριασμού, επίσπευση περιόδου, επίσπευση δίκης, επίσπευση σύνταξης, επίσπευση εφάπαξ, επίσπευση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επίσπευση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επίσκεψη στα ουγγρικά - megfenyítés, látogatás, bejelentkezés, látogatást, látogatása, látogatását
- επίσκοπος στα ουγγρικά - püspök, püspöki, püspöke, püspöknek, püspököt
- επίταξη στα ουγγρικά - rekvirálás, igénybevétel, hatósági igénybevétel, az igénybevétel, igénybevételtől, hatósági igénybevételtől
- επίτευγμα στα ουγγρικά - elérését, végzettség, eléréséhez, elérése, megvalósítását
Τυχαίες λέξεις
Επίσπευση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyorsulás, gyorsítás, gyorsítási, gyorsulást, gyorsulási
Μεταφράσεις: gyorsulás, gyorsítás, gyorsítási, gyorsulást, gyorsulási