Επεμβαίνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намесва, пречат, се намесва, намесват, пречи
Επεμβαίνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επεμβαίνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επεκτατικός στα βουλγαρικά - експанзивен, просторен, експанзивна, обширен, разтегаем
  • επεκτείνω στα βουλγαρικά - удължи, разширяване, удължат, разширят, разшири
  • επενέργεια στα βουλγαρικά - действие, движение, влияние, механизъм, ефект, сила, въздействие, ...
  • επενδύω στα βουλγαρικά - линия, кабел, занимание, заемане, инвестирам, инвестират, инвестира, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: намесва, пречат, се намесва, намесват, пречи