Επεμβαίνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trukdyti, kištis, trikdyti, trukdo, kliudyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω
παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επεμβαίνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επεκτατικός στα λιθουανικά - platus, atviri, išsiplečiantis, ekspansinė, išsiplėtusi
- επεκτείνω στα λιθουανικά - tęstis, išplėsti, pratęsti, plėsti, praplėsti, apimti
- επενέργεια στα λιθουανικά - veiksmas, poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
- επενδύω στα λιθουανικά - kilmė, darbas, melodija, tarnyba, raukšlė, brūkšnys, arija, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: trukdyti, kištis, trikdyti, trukdo, kliudyti
Μεταφράσεις: trukdyti, kištis, trikdyti, trukdo, kliudyti