Επεμβαίνω στα τούρκικα

Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karışmak, müdahale, engel, etkileyebilir, engelleyebilir
Επεμβαίνω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, επεμβαίνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • επεκτατικός στα τούρκικα - geniş, geniş bir, genişleyen, yaygın, genişleme
  • επεκτείνω στα τούρκικα - genişletmek, uzatmak, uzanan, uzanır, uzatma
  • επενέργεια στα τούρκικα - faaliyet, fiil, etki, hareket, iş, tesir, etkisi, ...
  • επενδύω στα τούρκικα - melodi, hiza, hat, satır, görev, buruşuk, kablo, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: karışmak, müdahale, engel, etkileyebilir, engelleyebilir